- κοιλοπονώ
- και -άω [κοιλόπονος](για επίτοκη γυναίκα) ωδίνω*, έχω ωδίνες τοκετού, πόνους τής γέννας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοιλοπονώ — και κοιλοπονάω κοιλοπόνεσα, έχω πόνους τοκετού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνωδίνω — ΜΑ 1. κοιλοπονώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. (γενικά) υποφέρω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο, συμπάσχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὠδίνω «κοιλοπονώ, έχω ωδίνες τοκετού»] … Dictionary of Greek
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek
κοιλιοπονώ — κοιλιοπονῶ, έω (Μ) (για επίτοκη γυναίκα) έχω ωδίνες τοκετού, κοιλοπονώ κατά τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + πονῶ (< πόνος), πρβλ. ματαιο πονώ, οφθαλμο πονώ] … Dictionary of Greek
κοιλοπόνημα — και κοιλοπόνεμα, το [κοιλοπονώ] οι πόνοι τής κοιλιάς κατά τη γέννα, οι ωδίνες τού τοκετού … Dictionary of Greek
κοιλοπόνια — η το κοιλοπόνημα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού κοιλοπονώ] … Dictionary of Greek
λοχεύω — (Α) [λόχος] 1. τίκτω, γεννώ («Νύμφη ἐλόχευσε Διὸς παῑδα»,Ύμν. Ερμ.) 2. (για πατέρα) αποκτώ τέκνο 3. (για γυναίκα κυοφορώ, είμαι έγκυος 4. (για μαία) βοηθώ την επίτοκο να γεννήσει, ξεγεννώ («ποῡ; τίς λοχεύει σ ; ἢ μόνη μοχθεῑς τάδε;» Ευρ.) 5.… … Dictionary of Greek
ωδίνω — ὠδίνω, ΝΜΑ, και μτγν. επικ. τ. ὠδείνω Α [ὠδίς, ῑνος] 1. (για ετοιμόγεννη) έχω ωδίνες, κοιλοπονώ 2. μτφ. αγωνιώ 3. παροιμ. «ώδινεν όρος και έτεκε μυν» λέγεται για προσδοκίες ή υποσχέσεις που απολήγουν σε μηδαμινό αποτέλεσμα μσν. παράγω («μέλισσα… … Dictionary of Greek
κοιλοπονάω — (σπάν. κοιλοπονώ), κοιλοπόνεσα βλ. πίν. 62 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής